παραβάπτω

παραβάπτω
παραβάπτ-ω,
A dye at the same time, Plu. Phoc.28 ([voice] Pass.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παραβάπτω — Α 1. βάφω κοντά σε κάποιον ή ταυτοχρόνως με κάποιον 2. βάφω με νόθο, ψεύτικο, ξεθωριασμένο χρώμα …   Dictionary of Greek

  • παραβάψαι — παραβάπτω dye at the same time aor inf act παραβάψαῑ , παραβάπτω dye at the same time aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραβαπτόμενα — παραβάπτω dye at the same time pres part mp neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρέβαψε — παραβάπτω dye at the same time aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάφω — και βάφτω (AM βάπτω) 1. εμβαπτίζω, βυθίζω κάτι σε νερό ή άλλο υγρό (α. «έβαψα το ψωμί μου στο λάδι» β. «βάπτω εἰς ὕδωρ» γ.»βάπτω τἄρια θερμῷ» βυθίζω τα μαλλιά σε ζεστό νερό) 2. (για σιδερένιο ή άλλα εργαλείο) σκληρύνω, στομώνω («βάφω το σκεπάρνι» …   Dictionary of Greek

  • παραβαπτός — ή, όν, Α [παραβάπτω] χρωματισμένος με ψεύτικο, νόθο, ξεθωριασμένο χρώμα, ψευτοβαμμένος, ψεύτικος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”